- βότρυ
- βότρυςbunch of grapesfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βότρυ — Βότρυς bunch of grapes masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυδόν — βοτρῡδόν , βοτρυδόν like a bunch of grapes indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυς — Βότρῡς , Βότρυς bunch of grapes masc acc pl Βότρυς bunch of grapes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — βότρῡς , βότρυς bunch of grapes fem acc pl βότρυς bunch of grapes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούπινο — (Lupinus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Το γένος αυτό περιλαμβάνει αρκετά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Ασία. Χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά και ως ζωοτροφή, ενώ … Dictionary of Greek
ρετσινολαδιά — (ρίκινος ο κοινός). Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών (δικοτυλήδονα). Στις χώρες καταγωγής του (τροπική Αφρική) αναπτύσσει ξυλώδη βλαστό σε μέγεθος δεντρώδες (10 μ.)· καλλιεργείται στα εύκρατα κλίματα και είναι ποώδες (1 3 μ.). Ο βλαστός είναι … Dictionary of Greek
ανισάκανθος — (anisacanthus). Επιστημονική ονομασία γένους φυτών της οικογένειας των ακανθιδών, με 6 είδη ιθαγενή της Αμερικής. Είναι θάμνοι με φύλλα αντίθετα ή σε σπονδύλους, λογχοειδή και ακέραια. Τα άνθη τους είναι κόκκινα, σε αραιό στάχυ ή βότρυ. Μερικά… … Dictionary of Greek
αγριοβλάσταρο — Κοινή ονομασία του φυτού γνωστού επιστημονικώς ως βουνιάς η ερακώδης της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι πόα μονοετής, τριχωτή με αδένες, ύψους 20 60 εκ., και έχει άνθη κίτρινα, με μικρό βότρυ. Οι τρυφεροί βλαστοί του τρώγονται ως λαχανικά στην … Dictionary of Greek
αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από … Dictionary of Greek
βρούβα — Μονοετής πόα της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία βουνιάς η ερουκώδης. Αναπτύσσει πολύκλαδο στέλεχος ύψους 30 60 εκ., με φύλλα επιφυή, προμήκη, ακέραια ή οδοντωτά, ενώ τα κατώτερα φύλλα είναι πτεροσχιδή, κατά… … Dictionary of Greek